- κναδάλλω
- κναδάλλω (Α)ξύνω, κνω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα κναίω, κνώδαλο και ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *kenә-d- τής ΙΕ ρίζας *ken- «ξύνω», τής οποίας εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *kn-d-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.